καταλείπω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταλείπω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καταλείπω[1] < κατά + λείπω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική résidu ή reliques
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ka.taˈli.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τα‐λεί‐πω
Ρήμα
επεξεργασίακαταλείπω, αόρ.: κατέλιπα, παθ.φωνή: καταλείπομαι, παθητικοί, μόνον τύποι στο ενεστωτικό θέμα
- κληροδοτώ, γράφω ένα κληροδότημα, μια κληρονομιά
- μεταβιβάζω αρμοδιότητα
- ⮡ Θα λείψω για δύο βδομάδες, οπότε σου καταλείπω την όποια πρωτοβουλία ορθής διαχείρισης της επιχείρησης. Φρόντισε μη φαλιρίσουμε, καλώς;
Συγγενικά
επεξεργασία- κατάλοιπο
- → δείτε τις λέξεις εγκαταλείπω, κατά και λείπω
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταλείπω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καταλείπω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαταλείπω
Συγγενικά
επεξεργασία- ...
- κατάλειμμα
- → και δείτε τη λέξη λείπω
{{}}
επεξεργασία- ἐγκαταλείπω
- ...
Πηγές
επεξεργασία- καταλείπω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- καταλείπω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- καταλείπω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.