Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πασσαλόπηκτος η πασσαλόπηκτη το πασσαλόπηκτο
      γενική του πασσαλόπηκτου της πασσαλόπηκτης του πασσαλόπηκτου
    αιτιατική τον πασσαλόπηκτο την πασσαλόπηκτη το πασσαλόπηκτο
     κλητική πασσαλόπηκτε πασσαλόπηκτη πασσαλόπηκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πασσαλόπηκτοι οι πασσαλόπηκτες τα πασσαλόπηκτα
      γενική των πασσαλόπηκτων των πασσαλόπηκτων των πασσαλόπηκτων
    αιτιατική τους πασσαλόπηκτους τις πασσαλόπηκτες τα πασσαλόπηκτα
     κλητική πασσαλόπηκτοι πασσαλόπηκτες πασσαλόπηκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασσαλόπηκτος < πάσσαλος + -ο- + μπήγω + -τος < αρχαία ελληνική πάσσαλος + πήγνυμι

  Επίθετο επεξεργασία

πασσαλόπηκτος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία