πασσαλίσκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πασσαλίσκος < ελληνιστική κοινή πασσαλίσκος < αρχαία ελληνική πάσσαλος + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπασσαλίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του πάσσαλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία πασσαλίσκος
|