Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασσαλώνω < (ελληνιστική κοινήπασσαλόω / πασσαλῶ < αρχαία ελληνική πάσσαλος

  Ρήμα επεξεργασία

πασσαλώνω

  1. βάζω πασσάλους
  2. στηρίζω σε πασσάλους ή κάνω έναν φράχτη με πασσάλους

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία