πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται (ελληνιστική κοινή) < → δείτε τις λέξεις πάσσαλος, πασσάλῳ, ἐκκρούω και ἐκκρούεται

  Έκφραση επεξεργασία

πάσσαλος πασσάλῳ ἐκκρούεται (ελληνιστική κοινή)

  Πηγές επεξεργασία