προγόμφιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | προγόμφιος | οι | προγόμφιοι |
γενική | του | προγόμφιου & προγομφίου |
των | προγόμφιων & προγομφίων |
αιτιατική | τον | προγόμφιο | τους | προγόμφιους & προγομφίους |
κλητική | προγόμφιε | προγόμφιοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προγόμφιος < προ- + γομφίος < αρχαία ελληνική γομφίος < γόμφος < πρωτοελληνική *gómpʰos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵómbʰos (δόντι, πάσσαλος) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική prémollaire)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογόμφιος αρσενικό
- (ανατομία) καθένα από τα οχτώ δόντια που βρίσκονται ανά δύο ανάμεσα στους γομφίους και στους κυνόδοντες στην οδοντοστοιχία των ανθρώπων και των άλλων θηλαστικών
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγόμφιος
|
Πηγές
επεξεργασία- προγόμφιος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προγόμφιος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας