coxa
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- coxa < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-
Ουσιαστικό επεξεργασία
coxa θηλυκό
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | coxa | coxae |
γενική | coxae | coxārum |
δοτική | coxae | coxīs |
αιτιατική | coxam | coxās |
κλητική | coxa | coxae |
αφαιρετική | coxā | coxīs |