Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἰσχίον τὰ ἰσχί
      γενική τοῦ ἰσχίου τῶν ἰσχίων
      δοτική τῷ ἰσχί τοῖς ἰσχίοις
    αιτιατική τὸ ἰσχίον τὰ ἰσχί
     κλητική ! ἰσχίον ἰσχί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἰσχίω
γεν-δοτ τοῖν  ἰσχίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «τέκνον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἰσχίον < ἴς λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἰσχίον

  Πηγές επεξεργασία