Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἴς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *wiH-s ‎(δύναμη, ορμή) < *weyH (ορμώ)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἴς αρσενικό ή θηλυκό

ισχυρός, γενναίος «ἴς Τηλεμάχοιο» Οδύσσεια, ρ΄· για γυναίκες χαριτωμένη, κομψή.

Παράγωγα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Ιφιγένεια→ ἴφι+ ρίζ. γεν-, γένος, γίγνομαι

Άλλες μορφές επεξεργασία