πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεβατοκάμαρα οι κρεβατοκάμαρες
      γενική της κρεβατοκάμαρας των κρεβατοκαμαρών
    αιτιατική την κρεβατοκάμαρα τις κρεβατοκάμαρες
     κλητική κρεβατοκάμαρα κρεβατοκάμαρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κρεβατοκάμαρα με διπλό κρεβάτι

Ετυμολογία

επεξεργασία
κρεβατοκάμαρα < κρεβάτι + κάμαρα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κρεβατοκάμαρα θηλυκό

  1. το υπνοδωμάτιο, το δωμάτιο του σπιτιού που είναι επιπλωμένο με κρεβάτι και όπου κοιμόμαστε
  2. η επίπλωση του υπνοδωματίου, κυρίως το κρεβάτι με τα κομοδίνα

Συνώνυμα

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία