Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
costume costumes

costume (fr) αρσενικό

  1. το κοστούμι, το κουστούμι
  2. η φορεσιά
  3. η ενδυμασία
  4. η περιβολή