custom
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
custom (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- (και custom-made) κατά παραγγελία, ειδικού σχεδιασμού ανά πελάτη, προσαρμοσμένων χαρακτηριστικών κατασκευής
- ⮡ I had the suit made custom.
- Φτιάχνω το κοστούμι παραγγελία.
- ⮡ I had the suit made custom.