Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
custom customs

custom (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παράδοση, το έθιμο
    It is a custom in our family to…
    Είναι παράδοση στην οικογένειά μας να…
    according to custom - όπως είναι το έθιμο
    → δείτε τη λέξη tradition

Συγγενικά επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

custom (en)

  Πηγές επεξεργασία

  • custom - The American Heritage Dictionary of the English Language online. Houghton Mifflin Harcourt.
  • custom - Cambridge Dictionary online
  • custom - Dictionary.com. Λήμματα από διάφορα λεξικά για την αγγλική γλώσσα. © 2019 Dictionary.com, LLC
  • custom - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
  • custom - Oxford Learner's Dictionaries
  • custom - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
  • custom - Webster’s Revised Unabridged Dictionary, G. & C. Merriam, 1913.