customized
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | customized |
συγκριτικός | more customized |
υπερθετικός | most customized |
customized (en)
- εξατομικευμένος, κατασκευασμένος πάνω σε ειδικές προδιαγραφές
- ⮡ We’ll see how you can make Git operate in a more customized fashion, by introducing several important configuration.
- Θα δούμε πώς μπορούμε να κάνουμε το Git να λειτουργεί με πιο εξατομικευμένο τρόπο, εισάγοντας αρκετές σημαντικές ρυθμίσεις διαμόρφωσης.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη tailor-made
- ⮡ We’ll see how you can make Git operate in a more customized fashion, by introducing several important configuration.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη custom
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαcustomized (en)