ενεστώτας customise
γ΄ ενικό ενεστώτα customises
αόριστος customised
παθητική μετοχή customised
ενεργητική μετοχή customising

  Ετυμολογία

επεξεργασία
customise < custom + -ise

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkʌst.ə.maɪ̯z/

customise (en) (βρετανική γραφή)

  1. προσαρμόζω
  2. εξατομικεύω
  3. εξειδικεύω
  4. φέρνω στα μέτρα μου, κατασκευάζω κάτι σύμφωνα με τις προσωπικές προτιμήσεις ή προδιαγραφές.
    ※  This allows users to customize their applications without having to alter the application. (from a Python tutorial)[1]
    Αυτό επιτρέπει στους χρήστες να προσαρμόζουν τις εφαρμογές τους χωρίς να χρειάζεται να αλλάξουν την εφαρμογή.

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη custom

  Αναφορές

επεξεργασία