ενικός         πληθυντικός  
customer customers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
customer < custom + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

customer (en)

  • ο πελάτης, η πελάτισσα
    ⮡  He’s a very efficient waiter; he served all of the customers by himself.
    Πολύ ικανό το γκαρσόνι· εξυπηρέτησε μόνο του όλους τους πελάτες.

Συνώνυμα

επεξεργασία