force of habit
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαforce of habit (en)
- (ιδιωματισμός) η δύναμη της συνήθειας· που κάνω πράγματα από συνήθεια, τα κάνω χωρίς να το σκέφτομαι και με συγκεκριμένο τρόπο γιατί το έκανα πάντα έτσι στο παρελθόν
- ⮡ I knocked on the door, although it was open, out of a force of habit.
- Χτύπησα την πόρτα, αν και ήταν ανοιχτή, από συνήθεια.
- ⮡ I knocked on the door, although it was open, out of a force of habit.