Δείτε επίσης: προπονῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπονώ < αρχαία ελληνική προπονέω / προπονῶ < πρό + πονέω / πονῶ < πόνος < πένομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen-

  Ρήμα επεξεργασία

προπονώ (παθητική φωνή: προπονούμαι)

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία