Ετυμολογία

επεξεργασία
προγυμνάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προγυμνάζω[1] < προ- + γυμνάζω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pro.ʝiˈmna.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐γυ‐μνά‐ζω

προγυμνάζω (παθητική φωνή: προγυμνάζομαι)

  1. (λόγιο, παρωχημένο) κάνω σε κάποιον μαθητή (ιδιαίτερα) μαθήματα, ώστε να τον προετοιμάσω για εξετάσεις
  2. (αθλητισμός) ασκώ κάποιον στη γυμναστική

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία