Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προγυμνασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προγυμνασμέν
ος
η
προγυμνασμέν
η
το
προγυμνασμέν
ο
γενική
του
προγυμνασμέν
ου
της
προγυμνασμέν
ης
του
προγυμνασμέν
ου
αιτιατική
τον
προγυμνασμέν
ο
την
προγυμνασμέν
η
το
προγυμνασμέν
ο
κλητική
προγυμνασμέν
ε
προγυμνασμέν
η
προγυμνασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προγυμνασμέν
οι
οι
προγυμνασμέν
ες
τα
προγυμνασμέν
α
γενική
των
προγυμνασμέν
ων
των
προγυμνασμέν
ων
των
προγυμνασμέν
ων
αιτιατική
τους
προγυμνασμέν
ους
τις
προγυμνασμέν
ες
τα
προγυμνασμέν
α
κλητική
προγυμνασμέν
οι
προγυμνασμέν
ες
προγυμνασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προγυμνασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προγυμνάζω
Αντώνυμα
επεξεργασία
απρογύμναστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προγυμνασμένος