προγυμναστήριο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | προγυμναστήριο | τα | προγυμναστήρια |
γενική | του | προγυμναστήριου & προγυμναστηρίου |
των | προγυμναστήριων & προγυμναστηρίων |
αιτιατική | το | προγυμναστήριο | τα | προγυμναστήρια |
κλητική | προγυμναστήριο | προγυμναστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- προγυμναστήριο < προγυμνάζω + -τήριο
Ουσιαστικό επεξεργασία
προγυμναστήριο ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
προγυμναστήριο
|