προγύμναση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | προγύμναση | οι | προγυμνάσεις |
γενική | της | προγύμνασης* | των | προγυμνάσεων |
αιτιατική | την | προγύμναση | τις | προγυμνάσεις |
κλητική | προγύμναση | προγυμνάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, προγυμνάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προγύμναση < προγυμνάζω + -ση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπρογύμναση θηλυκό
- (παρωχημένο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του προγυμνάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγύμναση
|