προγυμνάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπρογυμνάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος προγυμνάζω
- θα προγυμνάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος προγυμνάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαπρογυμνάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του προγύμναση