προγυμνάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπρογυμνάζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος προγυμνάζω
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προγυμνάζομαι | προγυμναζόμουν(α) | θα προγυμνάζομαι | να προγυμνάζομαι | ||
β' ενικ. | προγυμνάζεσαι | προγυμναζόσουν(α) | θα προγυμνάζεσαι | να προγυμνάζεσαι | (προγυμνάζου) | |
γ' ενικ. | προγυμνάζεται | προγυμναζόταν(ε) | θα προγυμνάζεται | να προγυμνάζεται | ||
α' πληθ. | προγυμναζόμαστε | προγυμναζόμαστε προγυμναζόμασταν |
θα προγυμναζόμαστε | να προγυμναζόμαστε | ||
β' πληθ. | προγυμνάζεστε | προγυμναζόσαστε προγυμναζόσασταν |
θα προγυμνάζεστε | να προγυμνάζεστε | (προγυμνάζεστε) | |
γ' πληθ. | προγυμνάζονται | προγυμνάζονταν προγυμναζόντουσαν |
θα προγυμνάζονται | να προγυμνάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προγυμνάστηκα | θα προγυμναστώ | να προγυμναστώ | προγυμναστεί | ||
β' ενικ. | προγυμνάστηκες | θα προγυμναστείς | να προγυμναστείς | προγυμνάσου | ||
γ' ενικ. | προγυμνάστηκε | θα προγυμναστεί | να προγυμναστεί | |||
α' πληθ. | προγυμναστήκαμε | θα προγυμναστούμε | να προγυμναστούμε | |||
β' πληθ. | προγυμναστήκατε | θα προγυμναστείτε | να προγυμναστείτε | προγυμναστείτε | ||
γ' πληθ. | προγυμνάστηκαν προγυμναστήκαν(ε) |
θα προγυμναστούν(ε) | να προγυμναστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προγυμναστεί | είχα προγυμναστεί | θα έχω προγυμναστεί | να έχω προγυμναστεί | προγυμνασμένος | |
β' ενικ. | έχεις προγυμναστεί | είχες προγυμναστεί | θα έχεις προγυμναστεί | να έχεις προγυμναστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προγυμναστεί | είχε προγυμναστεί | θα έχει προγυμναστεί | να έχει προγυμναστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προγυμναστεί | είχαμε προγυμναστεί | θα έχουμε προγυμναστεί | να έχουμε προγυμναστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προγυμναστεί | είχατε προγυμναστεί | θα έχετε προγυμναστεί | να έχετε προγυμναστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προγυμναστεί | είχαν προγυμναστεί | θα έχουν προγυμναστεί | να έχουν προγυμναστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγυμνάζομαι
|