↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προπονούμενος η προπονούμενη το προπονούμενο
      γενική του προπονούμενου της προπονούμενης του προπονούμενου
    αιτιατική τον προπονούμενο την προπονούμενη το προπονούμενο
     κλητική προπονούμενε προπονούμενη προπονούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προπονούμενοι οι προπονούμενες τα προπονούμενα
      γενική των προπονούμενων των προπονούμενων των προπονούμενων
    αιτιατική τους προπονούμενους τις προπονούμενες τα προπονούμενα
     κλητική προπονούμενοι προπονούμενες προπονούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προπονούμενος μετοχή ενεστώτα του προπονούμαι

προπονούμενος,η,ο

  1. που προπονείται τώρα ή προπονείτο την ώρα που συνέβαινε κάτι άλλο, που θα προπονείται στο μέλλον, με το να προπονείται, επειδή προπονείται
    Τα κατάφερε προπονούμενος εντατικά...


  Μεταφράσεις

επεξεργασία