προπονούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προπονούμενος μετοχή ενεστώτα του προπονούμαι
Μετοχή
επεξεργασίαπροπονούμενος,η,ο
- που προπονείται τώρα ή προπονείτο την ώρα που συνέβαινε κάτι άλλο, που θα προπονείται στο μέλλον, με το να προπονείται, επειδή προπονείται
- Τα κατάφερε προπονούμενος εντατικά...
Μεταφράσεις
επεξεργασία προπονούμενος
|