Ετυμολογία

επεξεργασία
πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι

πένομαι

  1. (λόγιο) είμαι πάρα πολύ φτωχός , είμαι πένης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία

πένομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen

πένομαι

  1. (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο
  2. (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω
  3. είμαι φτωχός ή πάμφτωχος
  4. (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι
  5. (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω