πένομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι
Ρήμα
επεξεργασίαπένομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία πένομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπένομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen
Ρήμα
επεξεργασίαπένομαι
- (αμετάβατο) δουλεύω για το καθημερινό ψωμί μου, για τον επιούσιο
- (γενικά) μοχθώ, δουλεύω, κοπιάζω
- είμαι φτωχός ή πάμφτωχος
- (με γενική) είμαι φτωχός από, έχω ανάγκη, έχω έλλειψη, χρειάζομαι
- (μεταβατικό) δουλεύω, επεξεργάζομαι, προετοιμάζω, ετοιμάζω