Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προπονημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Συγγενικά
1.1.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προπονημέν
ος
η
προπονημέν
η
το
προπονημέν
ο
γενική
του
προπονημέν
ου
της
προπονημέν
ης
του
προπονημέν
ου
αιτιατική
τον
προπονημέν
ο
την
προπονημέν
η
το
προπονημέν
ο
κλητική
προπονημέν
ε
προπονημέν
η
προπονημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προπονημέν
οι
οι
προπονημέν
ες
τα
προπονημέν
α
γενική
των
προπονημέν
ων
των
προπονημέν
ων
των
προπονημέν
ων
αιτιατική
τους
προπονημέν
ους
τις
προπονημέν
ες
τα
προπονημέν
α
κλητική
προπονημέν
οι
προπονημέν
ες
προπονημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προπονημένος
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
προπονώ
Αντώνυμα
επεξεργασία
απροπόνητος
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
προπονώ
και
πόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προπονημένος