εκγυμνάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκγυμνάζω < ελληνιστική κοινή ἐκγυμνάζω < αρχαία ελληνική ἐκ + γυμνάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.ʝiˈmna.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαεκγυμνάζω
- γυμνάζω (κάποιον) συστηματικά, με ορισμένο πρόγραμμα και προς συγκεκριμένο σκοπό, κάνω προπόνηση
- εκπαιδεύω (κάποιο ζώο) μέσω επαναληπτικών ασκήσεων να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο ή να εκτελεί ορισμένη ενέργεια
Συγγενικά
επεξεργασία- εκγύμναση
- εκγυμναστής
- εκγυμνάστρια
- → δείτε τις λέξεις εκ, γυμνάζω και γυμνός
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκγυμνάζω | εκγύμναζα | θα εκγυμνάζω | να εκγυμνάζω | εκγυμνάζοντας | |
β' ενικ. | εκγυμνάζεις | εκγύμναζες | θα εκγυμνάζεις | να εκγυμνάζεις | εκγύμναζε | |
γ' ενικ. | εκγυμνάζει | εκγύμναζε | θα εκγυμνάζει | να εκγυμνάζει | ||
α' πληθ. | εκγυμνάζουμε | εκγυμνάζαμε | θα εκγυμνάζουμε | να εκγυμνάζουμε | ||
β' πληθ. | εκγυμνάζετε | εκγυμνάζατε | θα εκγυμνάζετε | να εκγυμνάζετε | εκγυμνάζετε | |
γ' πληθ. | εκγυμνάζουν(ε) | εκγύμναζαν εκγυμνάζαν(ε) |
θα εκγυμνάζουν(ε) | να εκγυμνάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκγύμνασα | θα εκγυμνάσω | να εκγυμνάσω | εκγυμνάσει | ||
β' ενικ. | εκγύμνασες | θα εκγυμνάσεις | να εκγυμνάσεις | εκγύμνασε | ||
γ' ενικ. | εκγύμνασε | θα εκγυμνάσει | να εκγυμνάσει | |||
α' πληθ. | εκγυμνάσαμε | θα εκγυμνάσουμε | να εκγυμνάσουμε | |||
β' πληθ. | εκγυμνάσατε | θα εκγυμνάσετε | να εκγυμνάσετε | εκγυμνάστε | ||
γ' πληθ. | εκγύμνασαν εκγυμνάσαν(ε) |
θα εκγυμνάσουν(ε) | να εκγυμνάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκγυμνάσει | είχα εκγυμνάσει | θα έχω εκγυμνάσει | να έχω εκγυμνάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκγυμνάσει | είχες εκγυμνάσει | θα έχεις εκγυμνάσει | να έχεις εκγυμνάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκγυμνάσει | είχε εκγυμνάσει | θα έχει εκγυμνάσει | να έχει εκγυμνάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκγυμνάσει | είχαμε εκγυμνάσει | θα έχουμε εκγυμνάσει | να έχουμε εκγυμνάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκγυμνάσει | είχατε εκγυμνάσει | θα έχετε εκγυμνάσει | να έχετε εκγυμνάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκγυμνάσει | είχαν εκγυμνάσει | θα έχουν εκγυμνάσει | να έχουν εκγυμνάσει |
|