Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκγυμνάζω < ελληνιστική κοινή ἐκγυμνάζω < αρχαία ελληνική ἐκ + γυμνάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ek.ʝiˈmna.zo/

  Ρήμα επεξεργασία

εκγυμνάζω

  1. γυμνάζω (κάποιον) συστηματικά, με ορισμένο πρόγραμμα και προς συγκεκριμένο σκοπό, κάνω προπόνηση
  2. εκπαιδεύω (κάποιο ζώο) μέσω επαναληπτικών ασκήσεων να συμπεριφέρεται με ορισμένο τρόπο ή να εκτελεί ορισμένη ενέργεια

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία