Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προπονητής οι προπονητές
      γενική του προπονητή των προπονητών
    αιτιατική τον προπονητή τους προπονητές
     κλητική προπονητή προπονητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ομάδα χάντμπολ με τον προπονητή της

  Ετυμολογία επεξεργασία

προπονητής < προπονώ + -τής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pɾo.po.niˈtis/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

προπονητής αρσενικό (θηλυκό: προπονήτρια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία