Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προπονητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προπονητικ
ός
η
προπονητικ
ή
το
προπονητικ
ό
γενική
του
προπονητικ
ού
της
προπονητικ
ής
του
προπονητικ
ού
αιτιατική
τον
προπονητικ
ό
την
προπονητικ
ή
το
προπονητικ
ό
κλητική
προπονητικ
έ
προπονητικ
ή
προπονητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προπονητικ
οί
οι
προπονητικ
ές
τα
προπονητικ
ά
γενική
των
προπονητικ
ών
των
προπονητικ
ών
των
προπονητικ
ών
αιτιατική
τους
προπονητικ
ούς
τις
προπονητικ
ές
τα
προπονητικ
ά
κλητική
προπονητικ
οί
προπονητικ
ές
προπονητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
προπονητικός
<
προπονώ
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
προπονητικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με τον
προπονητή
ή την
προπόνηση
ή αναφέρεται σ’ αυτά
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
προπονώ
και
πόνος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προπονητικός