Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
workout
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
workout
workouts
Ετυμολογία
επεξεργασία
workout
<
work
+
out
Ουσιαστικό
επεξεργασία
workout
(en)
η
εκγύμναση
, η
προπόνηση
⮡
The use of a towel during your
workout
is mandatory.
Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα
εκγύμνασης
σας είναι υποχρεωτική.
⮡
I ate after my
workout
.
Έφαγα μετά την
προπόνησή
μου.
≈
συνώνυμα
:
exercise
Συγγενικά
επεξεργασία
work out