ενικός         πληθυντικός  
workout workouts

  Ετυμολογία

επεξεργασία
workout < work + out

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

workout (en)

  • η εκγύμναση, η προπόνηση
    ⮡  The use of a towel during your workout is mandatory.
    Η χρήση πετσέτας κατά την ώρα εκγύμνασης σας είναι υποχρεωτική.
    ⮡  I ate after my workout.
    Έφαγα μετά την προπόνησή μου.
     συνώνυμα: exercise

Συγγενικά

επεξεργασία