εκγύμναση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εκγύμναση | οι | εκγυμνάσεις |
γενική | της | εκγύμνασης* | των | εκγυμνάσεων |
αιτιατική | την | εκγύμναση | τις | εκγυμνάσεις |
κλητική | εκγύμναση | εκγυμνάσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκγυμνάσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκγύμναση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εκγυμνάζω