εκγυμνάσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαεκγυμνάσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εκγυμνάζω
- θα εκγυμνάσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εκγυμνάζω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαεκγυμνάσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εκγύμναση