Αγγλικά (en) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
workroom workrooms

  Ετυμολογία επεξεργασία

workroom < work + room

  Ουσιαστικό επεξεργασία

workroom (en)

  Πηγές επεξεργασία