workroom
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
workroom | workrooms |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαworkroom (en)
Πηγές
επεξεργασία- workroom - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 334. ISBN 9780194325684., λήμμα: εργασία