↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φτύσμα τα φτύσματα
      γενική του φτύσματος των φτυσμάτων
    αιτιατική το φτύσμα τα φτύσματα
     κλητική φτύσμα φτύσματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φτύσμα < φτύνω < πτύω ηχοπ. από το "πτου"

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φτύσμα ουδέτερο

  • αυτό που κάποιος φτύνει, που το βγάζει, το εκβάλλει με ορμή από το στόμα του, η πτυόμενη ουσία, το πτυόμενο, το πτύελο, τα σάλια αλλά και τα αποχρεμπτόμενα φλέγματα, τα εκκρίματα που παράγονται στο αναπνευστικό σύστημα.

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία