Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πτύελο τα πτύελα
      γενική του πτυέλου
πτύελου
των πτυέλων
    αιτιατική το πτύελο τα πτύελα
     κλητική πτύελο πτύελα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτύελο < πτύω ηχοπ. από το "πτου"

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτύελο ουδέτερο

  • το πτύελο και στον πληθυντικό τα πτύελα σημαίνουν το σάλιο αλλά και τα αποχρεμπτόμενα φλέγματα, τα εκκρίματα που παράγονται στο αναπνευστικό σύστημα


Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία