πτύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πτύω. Συγκρίνετε με το φτύνω. Δε σχετίζεται το πτύον (φτυάρι).
Ρήμα
επεξεργασίαπτύω
- (λόγιο) φτύνω, στη σημασία αποχρέμπτομαι, βγάζω απ' το στόμα μου σάλιο, ή φλέγμα, ή άλλο (όπως τρόφιμο)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαθέμα με πτ- από το πτύω
θέμα με φτ- → δείτε τη λέξη φτύνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πτύω | έπτυα | θα πτύω | να πτύω | πτύοντας | |
β' ενικ. | πτύεις | έπτυες | θα πτύεις | να πτύεις | πτύε | |
γ' ενικ. | πτύει | έπτυε | θα πτύει | να πτύει | ||
α' πληθ. | πτύουμε | πτύαμε | θα πτύουμε | να πτύουμε | ||
β' πληθ. | πτύετε | πτύατε | θα πτύετε | να πτύετε | πτύετε | |
γ' πληθ. | πτύουν(ε) | έπτυαν πτύαν(ε) |
θα πτύουν(ε) | να πτύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | έπτυσα | θα πτύσω | να πτύσω | πτύσει | ||
β' ενικ. | έπτυσες | θα πτύσεις | να πτύσεις | πτύσε | ||
γ' ενικ. | έπτυσε | θα πτύσει | να πτύσει | |||
α' πληθ. | πτύσαμε | θα πτύσουμε | να πτύσουμε | |||
β' πληθ. | πτύσατε | θα πτύσετε | να πτύσετε | πτύστε | ||
γ' πληθ. | έπτυσαν πτύσαν(ε) |
θα πτύσουν(ε) | να πτύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πτύσει | είχα πτύσει | θα έχω πτύσει | να έχω πτύσει | ||
β' ενικ. | έχεις πτύσει | είχες πτύσει | θα έχεις πτύσει | να έχεις πτύσει | ||
γ' ενικ. | έχει πτύσει | είχε πτύσει | θα έχει πτύσει | να έχει πτύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πτύσει | είχαμε πτύσει | θα έχουμε πτύσει | να έχουμε πτύσει | ||
β' πληθ. | έχετε πτύσει | είχατε πτύσει | θα έχετε πτύσει | να έχετε πτύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πτύσει | είχαν πτύσει | θα έχουν πτύσει | να έχουν πτύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία πτύω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πτύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)ptyew-
Ρήμα
επεξεργασίαπτύω (παθητική φωνή:πτύομαι)
- φτύνω
- εκβράζω, απορρίπτω
- ※ <Πτῦον>: Παρὰ τὸ πτύω, τὸ ἀποπτῦον καὶ ἀπορρίπτον τῶν καρπῶν τὰ ἄχυρα. Τὸ δὲ <πτύω> σημαίνει τὸ ἀπορρίπτειν καὶ ἐκβάλλειν· ἔνθεν καὶ τὸ <ἀποπτύω>.
- ΕΜ.695, 10–13 - Μέγα Ετυμολογικόν (Etymologicum Μagnum) (1816) Λειψία: Lipsiae Apud J.A.G. Weigel. @archive.org
- ※ <Πτῦον>: Παρὰ τὸ πτύω, τὸ ἀποπτῦον καὶ ἀπορρίπτον τῶν καρπῶν τὰ ἄχυρα. Τὸ δὲ <πτύω> σημαίνει τὸ ἀπορρίπτειν καὶ ἐκβάλλειν· ἔνθεν καὶ τὸ <ἀποπτύω>.
- αφρίζω
- σκορπίζω
- εγκαταλείπω
Εκφράσεις
επεξεργασία- εἰς κόλπον πτύειν (φτύσ' τον κόρφο σου για αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος)
Κλίση
επεξεργασία πτύω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
επεξεργασία- Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας.
- πτύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πτύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.