περίπτυστος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- περίπτυστος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίπτυστος < περιπτύω (περί- + πτύω)[1] πτυσ- -τος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /peˈɾi.pti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐πτυ‐στος
Επίθετο επεξεργασία
περίπτυστος
- άξιος περιφρόνησης, κυριολεκτικά: για φτύσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
περίπτυστος
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)