αποχρέμπτομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αποχρέμπτομαι < από και αρχαία ελληνική χρέμπτομαι
Ρήμα επεξεργασία
αποχρέμπτομαι ρ. αποθετικό, ομόρ. του χρεμετίζω
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη απόχρεμψη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αποχρέμπτομαι