Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαθής η απαθής το απαθές
      γενική του απαθούς* της απαθούς του απαθούς
    αιτιατική τον απαθή την απαθή το απαθές
     κλητική απαθή(ς) απαθής απαθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαθείς οι απαθείς τα απαθή
      γενική των απαθών των απαθών των απαθών
    αιτιατική τους απαθείς τις απαθείς τα απαθή
     κλητική απαθείς απαθείς απαθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαθής < αρχαία ελληνική ἀπαθής < ἀ- στερητικό + πάθος

  Επίθετο επεξεργασία

απαθής, -ής, -ές

  • αυτός που δεν αντιδρά ηθικά ή συναισθηματικά

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία