Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός insensitive
συγκριτικός more insensitive
υπερθετικός most insensitive

  Ετυμολογία επεξεργασία

insensitive < in- + sensitive

  Επίθετο επεξεργασία

insensitive (en)

  1. αναίσθητος, που δεν έχει συναισθήματα και δε συγκινείται
    He is insensitive to other people’s suffering.
    Είναι αναίσθητος στα βάσανα των άλλων.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη mean
  2. αναίσθητος, που δεν αισθάνεται

Αντώνυμα επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία