insensitive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | insensitive |
συγκριτικός | more insensitive |
υπερθετικός | most insensitive |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinsensitive (en)
- αναίσθητος, που δεν έχει συναισθήματα και δε συγκινείται
- αναίσθητος, που δεν αισθάνεται
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- insensitive - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 47. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναίσθητος