παραθετικά
θετικός sensitive
συγκριτικός more sensitive
υπερθετικός most sensitive

  Επίθετο

επεξεργασία

sensitive (en)

  1. ευαίσθητος, που αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα
    Eyes are sensitive to light.
    Τα μάτια είναι ευαίσθητα στο φως.
  2. ευαίσθητος, ευπαθής, που αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις
    A person with sensitive skin.
    Άνθρωπος με ευαίσθητο δέρμα.
    The elderly are sensitive individuals.
    Οι ηλικιωμένοι είναι ευπαθή άτομα.
     συνώνυμα: delicate, fragile
  3. (ιδίως για πρόσωπα) ευαίσθητος, που ξέρει ή καταλαβαίνει κάτι και επηρεάζεται από αυτό
    a person sensitive to the issues of art - άνθρωπος ευαίσθητος στα θέματα της τέχνης
    The government is very sensitive to national issues.
    H κυβέρνηση είναι πολύ ευαίσθητη στα εθνικά θέματα.
     συνώνυμα: considerate, thoughtful, understanding
  4. ευαίσθητος, που καταγράφει ή απηχεί λεπτές μετρήσεις, διαφορές κ.λπ. (για υλικά, όργανα, καταστάσεις)
    the most sensitive sector of the economy - ο πιο ευαίσθητος τομέας της οικονομίας
    a sensitive thermometer - ευαίσθητο θερμόμετρο
     συνώνυμα: delicate, responsive, reactive
  5. ευαίσθητος, εύθικτος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος, που εύκολα κυριαρχείται από συναισθήματα
    Do not be so sensitive.
    Mην είσαι τόσο ευαίσθητος.
     συνώνυμα: touchy, oversensitive, hypersensitive
  6. ευσυγκίνητος
  7. (παρωχημένο) άτομο με παραφυσικές ικανότητες που τις αναπτύσσει μέσω της ύπνωσης, μέντιουμ

Αντώνυμα

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

πληροφορική:

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 341. ISBN 9780194325684. , λήμμα: ευαίσθητος



  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

sensitive (fr)