sensitive
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | sensitive |
συγκριτικός | more sensitive |
υπερθετικός | most sensitive |
Επίθετο
επεξεργασία
sensitive (en)
- ευαίσθητος, που αισθάνεται ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα
Eyes are sensitive to light.
- Τα μάτια είναι ευαίσθητα στο φως.
- ευαίσθητος, ευπαθής, που αισθάνεται έντονα ορισμένες καταστάσεις ή επιδράσεις
A person with sensitive skin.
- Άνθρωπος με ευαίσθητο δέρμα.
The elderly are sensitive individuals.
- Οι ηλικιωμένοι είναι ευπαθή άτομα.
- (ιδίως για πρόσωπα) ευαίσθητος, που ξέρει ή καταλαβαίνει κάτι και επηρεάζεται από αυτό
a person sensitive to the issues of art - άνθρωπος ευαίσθητος στα θέματα της τέχνης
The government is very sensitive to national issues.
- H κυβέρνηση είναι πολύ ευαίσθητη στα εθνικά θέματα.
- ≈ συνώνυμα: considerate, thoughtful, understanding
- ευαίσθητος, που καταγράφει ή απηχεί λεπτές μετρήσεις, διαφορές κ.λπ. (για υλικά, όργανα, καταστάσεις)
the most sensitive sector of the economy - ο πιο ευαίσθητος τομέας της οικονομίας
a sensitive thermometer - ευαίσθητο θερμόμετρο
- ≈ συνώνυμα: delicate, responsive, reactive
- ευαίσθητος, εύθικτος, ευέξαπτος, ευερέθιστος, μυγιάγγιχτος, που εύκολα κυριαρχείται από συναισθήματα
Do not be so sensitive.
- Mην είσαι τόσο ευαίσθητος.
- ≈ συνώνυμα: touchy, oversensitive, hypersensitive
- ευσυγκίνητος
- (παρωχημένο) άτομο με παραφυσικές ικανότητες που τις αναπτύσσει μέσω της ύπνωσης, μέντιουμ
Αντώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
Πηγές
επεξεργασία
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 341. ISBN 9780194325684., λήμμα: ευαίσθητος