thoughtful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | thoughtful |
συγκριτικός | more thoughtful |
υπερθετικός | most thoughtful |
Ετυμολογία
επεξεργασία
thoughtful < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thoȝtful, thohtful. Συγχρονικά αναλύεται σε thought + -ful. Συγκρίνετε με το ολλανδικό: gedachtenvol
Προφορά
επεξεργασία
Επίθετο
επεξεργασία
thoughtful (en)
- σκεπτικός, στοχαστικός, που είναι ήσυχος γιατί σκέφτεται
He remained thoughtful for some time.
- Έμεινε σκεπτικός αρκετή ώρα.
She is in a thoughtful mood.
- Είναι σε στοχαστική διάθεση.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη contemplative
- ευγενικός, αβρός, διακριτικός, που δείχνει ότι σκέφτομαι και νοιάζομαι για τους άλλους ανθρώπους
It was very thoughtful of you to remember my birthday.
- Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να θυμηθείτε τα γενέθλιά μου.
He is thoughtful and kind to everyone.
- Είναι αβρός και ευγενικός με όλους.
She was thoughtful and didn’t bring up the topic in front of others.
- Ήταν διακριτική και δεν ανέφερε το θέμα μπροστά στους άλλους.
- ≈ συνώνυμα: caring και considerate, → και δείτε τη λέξη kind
- βαθυστόχαστος, εμβριθής, σκεπτόμενος, μελετημένος, που δείχνει ότι υπήρχε προσεκτική σκέψη
The thoughtful discussion we had helped me understand the topic better.
- Η βαθυστόχαστη συζήτηση που είχαμε με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα το θέμα.
Her thoughtful analysis of the topic impressed me.
- Η εμβριθής ανάλυσή της για το θέμα με εντυπωσίασε.
The thoughtful way he handled the problem shows his intelligence.
- Ο σκεπτόμενος τρόπος που αντιμετώπισε το πρόβλημα δείχνει την εξυπνάδα του.
Her thoughtful approach to problem-solving is admirable.
- Η μελετημένη προσέγγιση της στην επίλυση προβλημάτων είναι αξιοθαύμαστη.