thoughtful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαthoughtful < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thoȝtful, thohtful. Συγχρονικά αναλύεται σε thought + -ful. Συγκρίνετε με το ολλανδικό: gedachtenvol
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈθɔt.f(ə)l/ & /ˈθɔːtfʊl/
ΗΠΑ: /ˈθɔt.f(ə)l/, ΗΒ: /ˈθɔːtfʊl/)
Επίθετο
επεξεργασίαthoughtful (en)
- συμπονετικός, συναισθανόμενος, που έχει ενσυναίσθηση, που σκέφτεται τους άλλους, καλόκαρδος
- ευγενικός
- βαθυστόχαστος, εμβριθής, σκεπτόμενος
- σκεπτικός, στοχαστικός
- μελετημένος, προσεγμένος