παραθετικά
θετικός thoughtful
συγκριτικός more thoughtful
υπερθετικός most thoughtful

Ετυμολογία

επεξεργασία

thoughtful < (κληρονομημένο) μέση αγγλική thoȝtful, thohtful. Συγχρονικά αναλύεται σε thought +‎ -ful. Συγκρίνετε με το ολλανδικό: gedachtenvol

thoughtful (en)

  1. σκεπτικός, στοχαστικός, που είναι ήσυχος γιατί σκέφτεται
    παράδειγμα  He remained thoughtful for some time.
    Έμεινε σκεπτικός αρκετή ώρα.
    παράδειγμα  She is in a thoughtful mood.
    Είναι σε στοχαστική διάθεση.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη contemplative
  2. ευγενικός, αβρός, διακριτικός, που δείχνει ότι σκέφτομαι και νοιάζομαι για τους άλλους ανθρώπους
    παράδειγμα  It was very thoughtful of you to remember my birthday.
    Ήταν πολύ ευγενικό εκ μέρους σας να θυμηθείτε τα γενέθλιά μου.
    παράδειγμα  He is thoughtful and kind to everyone.
    Είναι αβρός και ευγενικός με όλους.
    παράδειγμα  She was thoughtful and didn’t bring up the topic in front of others.
    Ήταν διακριτική και δεν ανέφερε το θέμα μπροστά στους άλλους.
     συνώνυμα:  caring και considerate,  και δείτε τη λέξη kind
  3. βαθυστόχαστος, εμβριθής, σκεπτόμενος, μελετημένος, που δείχνει ότι υπήρχε προσεκτική σκέψη
    παράδειγμα  The thoughtful discussion we had helped me understand the topic better.
    Η βαθυστόχαστη συζήτηση που είχαμε με βοήθησε να κατανοήσω καλύτερα το θέμα.
    παράδειγμα  Her thoughtful analysis of the topic impressed me.
    Η εμβριθής ανάλυσή της για το θέμα με εντυπωσίασε.
    παράδειγμα  The thoughtful way he handled the problem shows his intelligence.
    Ο σκεπτόμενος τρόπος που αντιμετώπισε το πρόβλημα δείχνει την εξυπνάδα του.
    παράδειγμα  Her thoughtful approach to problem-solving is admirable.
    Η μελετημένη προσέγγιση της στην επίλυση προβλημάτων είναι αξιοθαύμαστη.