προσεγμένος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προσεγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος προσέχω
ΜετοχήΕπεξεργασία
προσεγμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη προσέχω
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
προσεγμένος
προσεγμένος, -η, -ο