Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
συναισθανόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
συναισθανόμεν
ος
η
συναισθανόμεν
η
το
συναισθανόμεν
ο
γενική
του
συναισθανόμεν
ου
της
συναισθανόμεν
ης
του
συναισθανόμεν
ου
αιτιατική
τον
συναισθανόμεν
ο
τη
συναισθανόμεν
η
το
συναισθανόμεν
ο
κλητική
συναισθανόμεν
ε
συναισθανόμεν
η
συναισθανόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
συναισθανόμεν
οι
οι
συναισθανόμεν
ες
τα
συναισθανόμεν
α
γενική
των
συναισθανόμεν
ων
των
συναισθανόμεν
ων
των
συναισθανόμεν
ων
αιτιατική
τους
συναισθανόμεν
ους
τις
συναισθανόμεν
ες
τα
συναισθανόμεν
α
κλητική
συναισθανόμεν
οι
συναισθανόμεν
ες
συναισθανόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
συναισθανόμενος, -η, -ο
μετοχή ενεστώτα του ρήματος
συναισθάνομαι