Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναισθανόμενος η συναισθανόμενη το συναισθανόμενο
      γενική του συναισθανόμενου της συναισθανόμενης του συναισθανόμενου
    αιτιατική τον συναισθανόμενο τη συναισθανόμενη το συναισθανόμενο
     κλητική συναισθανόμενε συναισθανόμενη συναισθανόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναισθανόμενοι οι συναισθανόμενες τα συναισθανόμενα
      γενική των συναισθανόμενων των συναισθανόμενων των συναισθανόμενων
    αιτιατική τους συναισθανόμενους τις συναισθανόμενες τα συναισθανόμενα
     κλητική συναισθανόμενοι συναισθανόμενες συναισθανόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Μετοχή επεξεργασία

συναισθανόμενος, -η, -ο