thought
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
thought | thoughts |
thought (en)
- η σκέψη, κάτι που σκέφτεται κανείς
- ⮡ Don’t stop him, let him finish his thought.
- Μην τον σταματάτε, αφήστε τον να ολοκληρώσει τη σκέψη του.
- ⮡ I just had a crazy thought!
- Μόλις έκανα μια τρελή σκέψη!
- ⮡ Don’t stop him, let him finish his thought.
- (μόνο πληθυντικός) η σκέψη, το μυαλό ενός ατόμου και όλες τις ιδέες που έχει όταν σκέφτεται
- ⮡ She can’t concentrate, her thoughts wander elsewhere.
- Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, η σκέψη της πετά αλλού.
- ⮡ She can’t concentrate, her thoughts wander elsewhere.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαthought (en)