Δείτε επίσης: ἐμβριθής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εμβριθής η εμβριθής το εμβριθές
      γενική του εμβριθούς* της εμβριθούς του εμβριθούς
    αιτιατική τον εμβριθή την εμβριθή το εμβριθές
     κλητική εμβριθή(ς) εμβριθής εμβριθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εμβριθείς οι εμβριθείς τα εμβριθή
      γενική των εμβριθών των εμβριθών των εμβριθών
    αιτιατική τους εμβριθείς τις εμβριθείς τα εμβριθή
     κλητική εμβριθείς εμβριθείς εμβριθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εμβριθής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐμβριθής (βαρύς, σοβαρός). Συγχρονικά αναλύεται σε (εν) εμ- + -βριθής (< βρίθω).

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /eɱ.vɾiˈθis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εμ‐βρι‐θής

  Επίθετο επεξεργασία

εμβριθής, -ής, -ές, συγκριτικός: εμβριθέστερος, υπερθετικός:  εμβριθέστατος

  • (λόγιο) που διακρίνεται για τη διεισδυτικότητα του πνεύματος, τη βαθιά γνώση του, που έχει εντρυφήσει σε ορισμένο αντικείμενο
    ※  Ο Σωκράτης, αν και αποκλειστικά και μόνο ανθρώπινος, βρίσκεται κατά κάποιο τρόπο πιο κοντά του, όντας βαθύς και 'εμβριθής στοχαστής, μη βίαιος άνθρωπος, θύμα και ο ίδιος μιας αναίτιας και τυφλής βίας. (@enet.gr)

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βρίθω

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία