διεισδυτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεισδυτικότητα < διεισδυτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιεισδυτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του διεισδυτικού
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεισδυτικότητα
|
διεισδυτικότητα θηλυκό
|