βρίθω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βρίθω < αρχαία ελληνική βρίθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷreh₂- (βαρύς)
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈvɾiθɔ/
- συλλαβισμός : βρί‐θω
ΡήμαΕπεξεργασία
βρίθω (+ γενική ή + από & αιτιατική)
- (αρχαιοπρεπές) είμαι γεμάτος
- ※ Το νομοσχέδιο που δόθηκε προς ολιγοήμερη διαβούλευση στον «αέρα» του Διαδικτύου βρίθει προχειροτήτων, καθώς γραφόταν ακόμη και λίγα λεπτά προτού δοθεί στη δημοσιότητα. (εφ. Ελευθεροτυπία, 13.01.2014)
- ※ Βρίθει από παραλογισμούς το νέο φορολογικό νομοσχέδιο. (εφ. Ελευθεροτυπία, 07.03.2013)
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- αγγειοβρίθεια
- αλσοβριθής
- ανθοβριθής
- ανθρακοβριθής
- ανθρωποβριθής
- αραχνοβριθής
- αστεροβριθής
- βιβλιοβριθής
- βρίθος
- εμβρίθεια
- εμβριθής
- εμβριθώς
- εντομοβριθής
- καπνοβριθής
- κονιορτοβριθής
- κοσμοβριθής
- λασποβριθής
- μαργαριτοβριθής
- μελαμβριθής
- μικροβιοβριθής
- ονειροβριθής
- σιδηροβριθής
- χαλαζοβριθής
- χαλικοβριθής
- χαριτοβριθής
- χορτοβριθής
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- βρίθω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷreh₂- (βαρύς)