↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κονιορτοβριθής η κονιορτοβριθής το κονιορτοβριθές
      γενική του κονιορτοβριθούς* της κονιορτοβριθούς του κονιορτοβριθούς
    αιτιατική τον κονιορτοβριθή την κονιορτοβριθή το κονιορτοβριθές
     κλητική κονιορτοβριθή(ς) κονιορτοβριθής κονιορτοβριθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κονιορτοβριθείς οι κονιορτοβριθείς τα κονιορτοβριθή
      γενική των κονιορτοβριθών των κονιορτοβριθών των κονιορτοβριθών
    αιτιατική τους κονιορτοβριθείς τις κονιορτοβριθείς τα κονιορτοβριθή
     κλητική κονιορτοβριθείς κονιορτοβριθείς κονιορτοβριθή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κονιορτοβριθής < κονιορτός + -ο- + -βριθής

  Επίθετο

επεξεργασία

κονιορτοβριθής, -ής, -ές

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία