ἐμβριθής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαἐμβριθής, -ής, -ές, συγκριτικός :ἐμβριθέστερος, υπερθετικός : ἐμβριθέστατος
- βαρύς
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαῖδρος, 246d
- Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ
- Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών·
- Μετάφραση (1948),Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος @greek-language.gr
- ΣτΕ Απόσπασμα από την παλινωδία του Σωκράτη για την υπεράσπιση του έρωτα
- Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Φαῖδρος, 246d
- (μεταφορικά) βαρύς, σοβαρός, σπουδαίος, αξιοπρεπής
- (με αρνητική σημασία) βαρύς, επαχθής, οδυνηρός
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 693
- τί ἐστὶ Πέρσαις νεοχμὸν ἐμβριθὲς κακόν;
- ποιά νέα βαραίνει συμφορά πάνω στους Πέρσες;
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τί ἐστὶ Πέρσαις νεοχμὸν ἐμβριθὲς κακόν;
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 693
- (για ανθρώπους) σφοδρός, ορμητικός, βίαιος
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη βρίθω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εμβριθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία- ἐμβριθής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἐμβριθής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.