Δείτε επίσης: εμβριθής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἐμβριθής τὸ ἐμβριθές
      γενική τοῦ/τῆς ἐμβριθοῦς τοῦ ἐμβριθοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἐμβριθεῖ τῷ ἐμβριθεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἐμβριθ τὸ ἐμβριθές
     κλητική ! ἐμβριθές ἐμβριθές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἐμβριθεῖς τὰ ἐμβριθ
      γενική τῶν ἐμβριθῶν τῶν ἐμβριθῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐμβριθέσ(ν) τοῖς ἐμβριθέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐμβριθεῖς τὰ ἐμβριθ
     κλητική ! ἐμβριθεῖς ἐμβριθ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐμβριθεῖ τὼ ἐμβριθεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἐμβριθοῖν τοῖν ἐμβριθοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἐμβριθής, ήδη στον Αισχύλο < ἐμ- + -βριθής < βρίθω.[1] Δείτε και ἐμβρίθω.

  Επίθετο επεξεργασία

ἐμβριθής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἐμβριθέστερος, υπερθετικός: ἐμβριθέστατος

  1. βαρύς
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Φαῖδρος, 246d
    Πέφυκεν ἡ πτεροῦ δύναμις τὸ ἐμβριθὲς ἄγειν ἄνω μετεωρίζουσα ᾗ τὸ τῶν θεῶν γένος οἰκεῖ
    Η δύναμη του φτερού είναι το φυσικό της να τραβάη το βαρύ προς τα πάνω, και να το ανεβάζη ψηλά εκεί όπου κατοικεί το γένος των θεών·
    Μετάφραση (1948),Ιωάννης Θεοδωρακόπουλος @greek-language.gr
    ΣτΕ Απόσπασμα από την παλινωδία του Σωκράτη για την υπεράσπιση του έρωτα
  2. (μεταφορικά) βαρύς, σοβαρός, σπουδαίος, αξιοπρεπής
  3. (με αρνητική σημασία) βαρύς, επαχθής, οδυνηρός
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Πέρσαι, στίχ. 693
    τί ἐστὶ Πέρσαις νεοχμὸν ἐμβριθὲς κακόν;
    ποιά νέα βαραίνει συμφορά πάνω στους Πέρσες;
    Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
  4. (για ανθρώπους) σφοδρός, ορμητικός, βίαιος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη βρίθω

  Αναφορές επεξεργασία

  1. εμβριθής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία